- σηματοδοσία
- η сигнализация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σηματοδοσία — η, Ν [σηματοδότης] 1. (ναυτ. στρ.) η μεταβίβαση από ένα σημείο σε άλλο σημάτων με καθορισμένο τρόπο ή σύντομων φράσεων με το αλφάβητο μορς 2. «σηματοδοσία διά βραχιόνων» ναυτ. μετάδοση σημάτων με σηματογράφο … Dictionary of Greek
σηματοδότης — ο, Ν 1. οπλίτης που εκτελεί τη σηματοδοσία 2. μηχάνημα, συσκευή που δίνει σήματα για την ασφαλή κυκλοφορία τών σιδηροδρομικών συρμών 3. φρ. «φωτεινός σηματοδότης» ή, απλώς, «σηματοδότης» διάταξη στις διασταυρώσεις οδών και στις διαβάσεις… … Dictionary of Greek